- σκιλλίτης
- ὁ, Α [σκίλλα](σε συνεκφορά με το οἶνος) κρασί αρωματισμένο με το φυτό σκίλλα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκιλλιτικός — και σκιλλητικός, ή, όν, Α [σκιλλίτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φυτό σκίλλα 2. αυτός που παράγεται από το φυτό σκίλλα … Dictionary of Greek